(Θα το πω στον παληοκιώτικο σκοπό)
Βε συ! Τι πράματα ναι αυτά, τι χάλια, τι ζουλούμια!
Προψές δεν τα μιλήσαμε στον καφενέ του Λούκα
Εσύ να πας στα Τραχηνά να κουβαλήσεις ρούμια,
Κι εγώ να κλέψω απ’ της Αγυιάς την Πόχη μια παλούκα.
Να στήσουμε το «Βαραβά» στην κατηφόρα τ’ Αηλιά
δεκάξη πήχες μπόι
κι απέ στον Επιτάφιο ναρθή το παιδολόι
να βάλει γύρω – τρόγυρα φωτιά με τις λαμπάδες
που να μη πιάσουν χαρτωσιά οι άλλοι Βαραβάδες;
Μην πεις, βε συ, πως σ’ έπιασε και σένα με το ζόρι
ο παραγιός του Κιόρη
και πήες δυο φορτώματα κρυφά στον Αηγιώργη.
Τα μαθα, βε, που σ’ έταξε το Πάσχα ένα σουλτάτο
κι ύστερα σου τον φόρτωσε τον παλιοσισανέ
πούριχνες και φωνάζανε από τον καφενέ :
«Σιγά, βε συ, το πιάτο!»
Είδες σουλτάτο μια φορά που βάσταγα; Είδες ρίξιμο;
Σκάρτσο ο καντάργκιλες, που λες, με «συριανό» το Θύμη
και το ταραμπουλούσικο στη μπούκα γερό σφίξιμο
κι αλέστα ο κοντομάνικος ντίκι στο καλντιρίμι.
Ως και τα τζάμια τράνταζε του Τερσανά καρσί
κι ας μ’ άφηκεν ο κερατάς δυο δάχτυλα σακάτικα…
Άντε στο διάβολο, βε συ, μεγαλοβδομαδιάτικα!
Χρήστος Δελής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου